Συνολικές προβολές σελίδας

Μαστόροι και μαστοροχώρια


Ηπειρώτες Μάστοροι


Το σύνολο της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής φτιάχτηκε από τους λαϊκούς, ανώνυμους αρχιτέκτονες. Αυτοί οι παραδοσιακοί τεχνίτες, οργανωμένοι σε ομάδες, ταξίδευαν από περιοχή σε περιοχή και έχτιζαν τα κτίρια, τις γέφυρες, τις βρύσες, τους μύλους και κάθε άλλη κατασκευή των παραδοσιακών οικισμών. Το γεγονός ότι οι ίδιοι άνθρωποι δημιουργούσαν, σε όλο τον ελληνικό χώρο, εξηγεί, εν μέρει, τα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία εμφανίζονται στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική διαφορετικών περιοχών.

Η Ήπειρος είναι κοιτίδα των μαστόρων, οι οποίοι προέρχονται από τρεις περιοχές: τα χωριά της Κόνιτσας, τα Τζουμέρκα και τους Χουλιαράδες. Τα παλιότερα μαστοροχώρια είναι η Πυρσόγιαννη και η Βούρμπιανη (Κόνιτσα). Δεν είναι τυχαίο ότι πατρίδα των μαστόρων αποτελούν τα πιο ορεινά και βραχώδη χωριά, τα οποία δεν έχουν εδάφη κατάλληλα για καλλιέργειες, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί τους να στρέφονται στην οικοδομική, κυρίως τέχνη (αλλά και τη ζωγραφική και την ξυλογλυπτική), προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα και να επιβιώσουν. Αντίθετα, χωριά όπως τα βλαχοχώρια - η Κλεισούρα, η Σαμαρίνα, το Νυμφαίο, το Μέτσοβο, κ.α. χτισμένα κοντά σε κατάλληλα επιλεγμένα βοσκοτόπια (για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας) δεν έδωσαν μαστόρους - η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας εξασφάλιζε την επιβίωση και επομένως δεν γεννούσε την ανάγκη για την ανάπτυξη της οικοδομικής τέχνης.

Η ζωή στα μαστοροχώρια της Κόνιτσας ήταν γενικά δύσκολη και φτωχική - χαμηλό οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο, σκληρή δουλειά αντρών και γυναικών, λίγοι πλούσιοι κάτοικοι, αλληλεγγύη των οικογενειών των μαστόρων. Το επάγγελμα του χτίστη δεν ήταν κερδοφόρο, με εξαίρεση τον πελεκάνο ίσως (πελεκητής της πέτρας) και τον πρωτομάστορα - ο μόνος που μπορούσε να αγοράσει το σιτάρι της χρονιάς και ο πιο μορφωμένος από τους μαστόρους. Οι μαστόροι ήταν τελείως αμόρφωτοι ή είχαν τελειώσει το δημοτικό. Μετά ξεκινούσαν τα ταξίδια. Η αμοιβή των μαστόρων, παραδοσιακά, γινόταν με τη μοιρασιά των κερδών με υπολογισμό τη συμβολή του κάθε ένα σε εργασία, εργαλεία και ζώα. Μεταγενέστερα, η αμοιβή γινόταν με μεροκάματο (Νιτσιάκος 1994).

Η οργάνωση των μαστόρων
Οι λαϊκοί οικοδόμοι ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες (συνάφια ή ισνάφια) - μπουλούκια (τούρκικα: Boluk = συντροφιά, λόχος). Οι ονομασίες των συντεχνιών των μαστόρων - χτιστάδων διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Στην Ήπειρο ονομάζονται Κουδαραίοι. Οι χτίστες των πέτρινων γεφυριών ειδικά, ονομάζονται κιουπρουλήδες (τούρκικα: Kopru = γεφύρι).
Η μαθητεία στην οικοδομική τέχνη ξεκινούσε από την ηλικία των 15ετών περίπου. Περνούσε από γενιά σε γενιά, στον τόπο της δουλειάς, στα εργαστήρια και στα γιαπιά, υπό την επίβλεψη του αρχιτεχνίτη (πρωτομάστορα). Ταυτόχρονα με τη μαθητεία στο επάγγελμα γινόταν και η πνευματική αγωγή του μαθητευόμενου οικοδόμου. Μάθαινε την τοπική παράδοση και το πως να κρατά και να προσαρμόζει στα έργα του τα ζωντανά στοιχεία της παράδοσης, συμβάλλοντας έτσι στην εξέλιξη και τη συνέχισή της. Μάθαινε επίσης να κατανοεί την πολυπλοκότητα των φυσικών στοιχείων και τις σχέσεις ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον και το έργο του. Αυτό του επέτρεπε να κατανοεί καλύτερα τις δυνατότητες και τους περιορισμούς των δομικών υλικών (τα οποία έπαιρνε από το άμεσο φυσικό περιβάλλον). Συχνά ερχόταν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, εξαιτίας των ταξιδιών, γεγονός που εμπλούτιζε τις γνώσεις του και τον έφερνε σε επαφή με ομότεχνούς του με τους οποίους είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις.

Ιεραρχία και ειδικότητες τεχνιτών
Επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο πρωτομάστορας. Αυτός είχε την ευθύνη όλης της ομάδας, της πληρωμής των μισθών, του κλεισίματος των συμφωνιών, των συμβολαίων, της εύρεσης δουλειών, κ.λ.π. Ο πρωτομάστορας ήταν εργολάβος και εργοδότης και συνέταιρος. Ήταν συνήθως και άριστος πελεκάνος - τεχνίτης της πέτρας. Οι πελεκάνοι ήξεραν τις ιδιοτροπίες του υλικού και πως να το χειριστούν, φτιάχνοντας αριστουργήματα. Ο πρωτομάστορας έδινε σε γενικές γραμμές το σχέδιο του σπιτιού σε συνεργασία με τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη. Κυρίως όμως, έπρεπε να είναι καλός στο κουμάντο. Ακολουθούσαν οι τεχνίτες και οι κάλφες (τα τσιράκια). Την ιεραρχία μπορούσε κάποιος να την διαβεί σταδιακά. Η προαγωγή από τη μία βαθμίδα στην επόμενη γινόταν πάντα υπό την αυστηρή επίβλεψη του πρωτομάστορα. Ένα μπουλούκι περιελάμβανε διάφορες ειδικότητες: Πελεκάνος, Χτίστης, Νταμαρτζής ή Μαντεμτζής, Ταβανατζής ή ταβαντζής (μαραγκός), Ασβεστάς, Σκαλιστής, Μπογιατζής, Τσιράκι (Λασποπαίδι). Οι μαραγκοί ήταν αυτοί οι οποίοι έφτιαχναν οποιαδήποτε ξύλινη κατασκευή του κτιρίου (πατώματα, ταβάνια, παράθυρα, πόρτες, έπιπλα, κ.λ.π.). Αν δεν υπήρχαν σκαλιστάδες έκαναν και τα σκαλίσματα. Οι σκαλιστάδες (ταλιαδόροι) έφτιαχναν ξυλόγλυπτα - ταβάνια και μεσάντρες κυρίως στα σπίτια, καθώς και τέμπλα εκκλησιών. Επιπλέον, υπήρχαν και οι ζωγράφοι, οι οποίοι ερχόταν όταν ολοκληρωνόταν η κατασκευή, για να διακοσμήσουν το εσωτερικό του σπιτιού (ξύλινες επιφάνειες, ταβάνια, ντουλάπια, τοίχους, κ.λ.π.). Σημαντικό στοιχείο του μπουλουκιού ήταν και τα ζώα (μουλάρια), τα οποία χρησίμευαν για τη μεταφορά των υλικών (πέτρες από το νταμάρι) και συνόδευαν την ομάδα. Επιπλέον, για τον εξοπλισμό και την κατασκευή των μύλων εργάζονταν ειδικοί μαστόροι, οι σκεπαρνάδες, οι οποίοι προέρχονταν από το Μέτσοβο ή τη Βελτσίστα.

Ο μάστορας δεν μπορούσε να φύγει από το μπουλούκι. Δεν τον προσλάμβανε κανένα άλλο μπουλούκι, σύμφωνα με κρυφή συμφωνία των πρωτομαστόρων. Πολλές φορές υπήρχε κόντρα ανάμεσα στον πρωτομάστορα και τους μαστόρους, με αρνητική επίπτωση στην ποιότητα της δουλειάς. Όμως, πολλοί πρωτομάστορες δούλευαν μαζί με τους μαστόρους και είχαν καλές και δίκαιες σχέσεις μαζί τους. Γινόταν η κατανομή της δουλειάς με τη σύμφωνη γνώμη όλων και το χειμώνα γλεντούσαν όλοι μαζί. Παρά το ότι οι μαστόροι δεν κέρδιζαν ικανοποιητικά χρήματα και πολλοί ήθελαν να φύγουν από τη μαστορική, δεν το έκαναν. Ίσως λόγω της χαμηλής μόρφωσης ή από άλλη αιτία. Αυτοί που αμείβονταν καλύτερα ήταν οι σκαλιστάδες και οι ταλιαδόροι, γιατί δούλευαν σε πλουσιόσπιτα και δεν έμεναν χωρίς δουλειά. Οι ζωγράφοι επίσης αμείβονταν καλά αλλά είχαν λιγότερες δουλειές από τους ταλιαδόρους. Από τους μαστόρους το ψηλότερο μεροκάματο το είχαν οι πελεκάνοι. Φαίνεται ότι η ικανότητα στο χτίσιμο ήταν ως ένα βαθμό έμφυτη - μικρά παιδιά έχτιζαν καλύβες και εικονοστάσια. Οι μαστόροι δούλευαν και σε μεγάλη ηλικία, ακόμα και στα 80 τους χρόνια. Τα τεχνικά μέσα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν πολύ απλά, γεγονός που τονίζει ακόμη περισσότερο την αξιοσύνη τους.

Ο θεσμός των συντεχνιών έχει πολύ παλιές ρίζες - και συνεχίστηκε και κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ο θεσμός εξυπηρετούσε τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν να κάνουν με έναν υπεύθυνο για την είσπραξη φόρων ή την γρήγορη δημιουργία τεχνικών έργων (σπίτια, δρόμοι, γέφυρες, κ.λ.π.). Στις διάφορες πόλεις και τα χωριά υπήρχαν τα βιοτεχνικά συνάφια, τα οποία ενίοτε συνενώνονταν σε μεγαλύτερα (σε ευρύτερες περιοχές) έτσι ώστε να εκμεταλλεύονται πιο αποδοτικά και να μονοπωλούν τα έργα. Το ισνάφι των μαστόρων - χτιστάδων στα Γιάννενα ήταν το πιο πολυάριθμο της Ηπείρου. Αποτελούνταν από 450 περίπου μαστόρους (Χατζημιχάλη 1953).

Η συνθηματική γλώσσα των μαστόρων
Ένα πολύ ιδιαίτερο στοιχείο των μαστόρων ήταν η μυστική, συνθηματική γλώσσα την οποία έφτιαχναν, χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους και μετέδιδαν από γενιά σε γενιά. Η γενεσιουργός αιτία αυτού του τρόπου επικοινωνίας ανάγεται στην φτώχεια και την ανάγκη των ανθρώπων αυτών να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση της οικογένειας μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η εργασία τους αποτελούσε το μοναδικό μέσο συντήρησης των οικογενειών τους - γυναίκες, παιδιά, γονείς, γέροι, άρρωστοι, συνεπώς αυτή έπρεπε να προστατευθεί, να παραμείνει δηλαδή γνωστή η τέχνη ανάμεσα στην ομάδα, στην συντεχνία. Να μη μαθευτούν τα μυστικά σε πολλούς και διεκδικήσουν περισσότεροι τη δουλειά. Η μυστική επαγγελματική γλώσσα δικαιολογεί και την εξειδίκευση ενός ολόκληρου χωριού στο επάγγελμα του μάστορα - χτίστη (έτσι μόνο μπορούσε να παραμένει μυστική η γλώσσα).
Η ανάγκη λοιπόν των μαστόρων να επικοινωνούν μυστικά μεταξύ τους, δίχως να επιτρέπουν σε κάποιον έξω από το συνάφι να διεισδύσει στα μυστικά της δουλειάς τους οδήγησε στη δημιουργία συντεχνιακών διαλέκτων - τα κουδαρίτικα ή κουδαραίϊκα.  

Ιστοσελίδα με γλωσσάριο των κουδαρίτικων των Χουλιαροχωρίων της Ηπείρου: http://www.remen.gr/glosses/gkoudaritika.html

Έθιμα των μαστόρων
Όταν οι χτίστες τελείωναν το σκάψιμο των θεμελίων και τοποθετούσαν το πρώτο αγκωνάρι σφάζανε ένα κουρμπάνι (ζώο) για να γίνει το αντέτι (για το καλό). Συχνότερα έσφαζαν έναν κόκορα. Καμιά φορά έσφαζαν τέσσερις κόκορες, στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, για να στεριώσει καλύτερα. Από το σφαγμένο ζώο δεν έτρωγαν ποτέ οι νοικοκύρηδες του σπιτιού (το είχαν για κακό) - μόνο το συνάφι.
Συχνά έριχναν και νομίσματα, χάλκινα ή ασημένια, πάνω στα θεμέλια για να βροντίσουν τα καλορίζικα. Τα νομίσματα τα έπαιρνε ο πρωτομάστορας (αφού άφηνε μερικά στα θεμέλια).
Όσο καιρό διαρκούσε η θεμελίωση του σπιτιού, οι νοικοκυραίοι δεν κοιμόταν από φόβο μήπως εχθροί τους ρίξουν μάγια στα θεμέλια. Φρουρούσαν το σπίτι νύχτα - μέρα.
Οι γυναίκες έκοβαν κλαδιά κρανιάς και τα κρεμούσαν πάνω από την κύρια είσοδο του σπιτιού για να είναι γεροί σαν την κρανιά οι άντρες στο ταξίδι και να γυρίσουν γεροί.
Τα μπαξίσια ή το ρίξιμο των μαντηλιών ή τα μανδηλώματα, ήταν έθιμο με το οποίο μάζευαν δώρα από όλο το χωριό, όταν, αφού τελείωναν τη στέγη, ύψωναν δύο πρόχειρους σταυρούς στολισμένους με λουλούδια και τέντωναν σχοινί ανάμεσά τους. Στο σχοινί κρεμούσαν τα δώρα, συνήθως μαντήλια ή ρούχα.
Με το τελείωμα του σπιτιού το έθιμο επέβαλε το ζιαφέτι - πλούσιο γεύμα με σφαχτό.

Τα ταξίδια των μαστόρων (προορισμοί, διάρκεια, τελετουργικό, αναχώρηση - επιστροφή)
Οι μαστόροι ταξίδευαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και του εξωτερικού. Το που ταξίδευαν είναι σημαντικό γιατί εξηγεί τις επιρροές που δέχονταν. Διαπιστώνεται ότι το τοπικό περιβάλλον επιδρά στον τρόπο χτισίματος, γεγονός που σημαίνει ότι μάλλον δεν υπήρχαν "σχολές" αλλά προσαρμογή των μαστόρων στις τοπικές συνθήκες. Οι ομάδες των μαστόρων - χτιστάδων ξεκινούσαν το ταξίδι τους αμέσως μετά την Αποκριά. Η δουλειά είχε από πριν συμφωνηθεί από τον πρωτομάστορα. Η αποδημία διαρκούσε μέχρι τα μέσα του Νοέμβρη περίπου, οπότε η ομάδα επέστρεφε στο χωριό. Η ομάδα ξεκινούσε πριν τα ξημερώματα. Όλοι οι συγγενείς ακολουθούσαν μέχρι την άκρη του δρόμου για να τους ξεπροβοδίσουν. Όταν η ομάδα χάνονταν, η οικογένεια επέστρεφε στο χωριό. Στο γυρισμό, οι γυναίκες άφηναν να τρέχει νερό στο δρόμο, για να αφήσει χνάρια - σύμφωνα με το έθιμο - ώστε να βρει ο αφέντης το δρόμο να γυρίσει πίσω. Η αναχώρηση του μπουλουκιού ήταν συναισθηματικά φορτισμένο γεγονός, ενώ η επιστροφή του αντίθετα, εξαιρετικά χαρούμενο. Η ημερομηνία του γυρισμού ήταν γνωστή. Όλο το χωριό περιμένει να υποδεχτεί την ομάδα, με χαρές, τραγούδια, γλέντι και φαγητό. Οι μαστόροι επιστρέφουν με δώρα για την οικογένεια - φουστάνι για τη γυναίκα, τσαρούχια για το γιο, μαντήλι για την κόρη. Μαζί φέρνουν και τον γκόρο (μεγάλο βόδι για το κρέας του χειμώνα).
Οι διαδρομές των μαστόρων έχουν σημασία γιατί φανερώνουν τον τρόπο με τον οποίο εξαπλώνονται οι τοπικές τεχνικές χτισίματος, η τοπική μορφολογία των κτισμάτων, οι επιρροές οι οποίες μεταφέρονται από ξένες περιοχές. Συνήθως όμως οι μαστόροι έχτιζαν σύμφωνα με τις συνήθειες του τόπου τους, τα υλικά που έβρισκαν στον τόπο του έργου και τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη.

Στην Πυρσόγιαννη λειτουργεί το Εθνολογικό Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων. Στο μουσείο υπάρχει σπάνιο υλικό από την καθημερινή ζωή των μαστόρων, τις συνθήκες της δουλειάς τους και τα ταξίδια τους. Υπάρχουν πάνω από 2.000 αποτυπώσεις, σχέδια και φωτογραφίες των κατασκευών από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Περιλαμβάνει επίσης κιτάπια και συμφωνητικά δουλειάς, τεφτέρια λογαριασμών για τα μεροκάματα, ομόλογα και συναλλαγματικές, διαβατήρια, προσωπικά ημερολόγια και αλληλογραφία με την οικογένεια, καθώς και παλιά εργαλεία, σχέδια εργαλείων και σχέδια χρήσης τους με σημειώσεις και παρατηρήσεις παλιών μαστόρων. Επίσης χαρτογραφήσεις δρομολογίων των μπουλουκιών με βάση τις μαρτυρίες παλιών μαστόρων και κυρατζήδων (μεταφορέων).

Βιβλιογραφία
Χρηστίδης Β. (1994). Η αρχιτεκτονική του χωριού Κουκούλι Ζαγορίου. Τόμος Α. Οι μαστόροι, σελ. 323 - 349. Αθήνα.
Μουτσόπουλος Ν. (1967). Η λαϊκή αρχιτεκτονική της Βέροιας. Εκδ. Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Αθήνα.
Νιτσιάκος Βασ. (1994). Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου. Στον απόηχο της μακράς διάρκειας. εκδ. Πλέθρον. Σειρά Λαϊκός πολιτισμός/ τοπικές κοινωνίες. Αθήνα.
Μουτσόπουλος Ν. (1993). Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Μακεδονίας. 15ος - 19ος αι. Εκδ. Παρατηρητής. Θεσσαλονίκη.
Τζελέπης Π. (1997).  Λαϊκή Ελληνική Αρχιτεκτονική. Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα.
Χατζημιχάλη Αγγ. (1953). Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: Οι συντεχνίες - τα Ισνάφια. Αθήνα.
Γκράσσος Γ. Η λαϊκή αρχιτεκτονική και το ανθρωπογενές περιβάλλον ως θέμα για το σχολικό πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Μακρινίτσας Πηλίου. Δημοσίευση στο 1ο Συνέδριο Σχολικής Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Σεπτέμβριος 2005.
Μαμμόπουλος Α. (1973). Λαϊκή Αρχιτεκτονική: Ηπειρώτες μάστοροι και γεφύρια. Βιβλιοθήκη Ηπειρωτικής Εταιρίας Αθηνών. Αθήνα.
Μπογδανόπουλος Δ. (1952). Τα κουδαρίτικα. Περιοδικό Ηπειρωτική Εστία. Τόμος 1, τεύχος 7, σ. 685 - 688.
Μάργαρης Β. (2007). Κόνιτσα. Τα ξακουστά μαστοροχώρια. Γιάννενα.
Παπασταύρου Χρ., Παπαχαρίσης Αθ., Σούλης Χρ., Φαλτάιτς Κ. (2007). Συνθηματικά γλωσσάρια Ηπειρωτών τεχνιτών. Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννενα.
Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Μαστοροχώρια. Οι εραστές της πέτρας. Τεύχος 89, σελ. 84. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

Διαδίκτυο
  • http://www.epcon.gr/s/Meletes.asp?Header=False&Cat=3&Titlos=&Last=24

    ..........................................................................................................................................................

    Οι Κουδαραίοι Γεφυράδες
    …χτούσανε τον κόσμο όλο, χτούσανε και τα γιοφύρια του…

    Μια φορά και έναν καιρό, θέλοντας κάποιος δεσπότης να εξετάσει τις θεολογικές γνώσεις υποψήφιου παπά, τον ρώτησε:
    - Ποιος έχτισε το κόσμο, τέκνο μου;
    - Οι Πυρσογιαννίτες, δέσποτά μου, απάντησε εκείνος χωρίς δισταγμό, μα …κουβάλησαν λάσπη κι οι Βουρμπιανίτες..!
    Πυρσόγιαννη και Βούρμπιανη, λοιπόν. Δύο μικρά, φτωχά χωριά, όπως όλα άλλωστε στην Ήπειρο, φτιάχνουν, ή τέλος πάντων βοηθούν να φτιαχτεί ο κόσμος. Το ποιος βέβαια τον “έχτισε” και ποιος βοήθησε κουβαλώντας λάσπη, εξαρτάται από τον αφηγητή του ανέκδοτου, ή, αν θέλετε, την πατρίδα του υποψήφιου παπά. Μπορεί έτσι να αλλάζουν σειρά τα δύο ονόματα, ή ακόμα και να αντικαθίστανται από άλλα, πάντα όμως είναι ηπειρώτικα, ή απ’ τη διπλανή Ανασελίτσα.
    Χωριά της Κόνιτσας και των Τζουμέρκων, της Κορυτσά και της Κολώνιας, της Όπαρης, κάποια γύρω απ’ το Αργυρόκαστρο, μα και γειτονικά μακεδονίτικα, σαν της Ανασελίτσας, της Φλώρινας ή της Καστοριάς, χτίζουν και στολίζουν τον κόσμο. Κι εδώ το ανέκδοτο, ο θρύλος -το επιβεβαιώνει πια και η ιστορία-, λέγοντας “κόσμο” κυριολεκτεί. Γιατί εννοεί, περιλαμβάνει σ’ αυτή τη λέξη, κάθε είδος κατασκευής σε κάθε κοντινό ή μακρινό τόπο.
    Ξεκινούν τούτοι οι μάστορες της πέτρας, οι …“Κουδαραίοι” όπως τους αποκάλεσαν απ’ τη συνθηματική, μυστική τους γλώσσα, την εποχή τής “διώχνω”, την άνοιξη δηλαδή.  Οργανωμένοι σε παρέες δουλειάς, στα περίφημα “μπουλούκια” ή “παρέες”,  οργώνουν, πεζοπορώντας ή πάνω σε μουλάρια, όχι μόνο τη σημερινή Ελλάδα, αλλά κάθε γωνιά της Βαλκανικής, χτίζοντας εκκλησίες και τζαμιά, καμπαναριά εξαγωνικά και πανύψηλους μιναρέδες, σεράγια του αξιωματούχου τούρκου ή αρχοντικά του πραματευτή ρωμιού, κάστρα, κούλιες , μύλους, χάνια, γεφύρια. Κι αν με όλα απέδειξαν το γούστο, το μεράκι, την ευαισθησία τους, με τα τελευταία, τα γεφύρια δηλαδή, τόλμησαν και έθεσαν σε δοκιμασία την ίδια τους την τέχνη. Μήπως άλλωστε τούτα τα δύο, ευαισθησία και τόλμη, δεν στοιχειοθετούν μέχρι και σήμερα τον αληθινό καλλιτέχνη; Και βέβαια, ας μη ξεχνάμε, πως όλα αυτά, τότε, δεν συμβαίνουν στο πλαίσιο μιας εκτόνωσης, αλλά στους ρυθμούς ενός σκληρού βιοπορισμού.  
    Πάντα για τους Κουδαραίους μαστόρους, το χτίσιμο γεφυριού αποτέλεσε ξεχωριστή περίπτωση. Η ίδια η φύση της κατασκευής του ήταν δεμένη με πολλές δυσκολίες και προβλήματα, εμπόδια, που μαζί με το φόβο της επέμβασης στη φύση που διακατείχε το λαό, γέννησαν ένα μεγάλο αριθμό θρύλων. Για να χτίσεις γεφύρι, έπρεπε να το λέει το χέρι σου, αλλά και η καρδιά σου. Πάντως, κάποιοι, οι καλύτεροι, σιγά-σιγά, κατάφεραν να ειδικευτούν σε αυτό. Και έγιναν γεφυράδες..! Δεν σημαίνει βέβαια τούτο πως έχτιζαν μόνο γεφύρια -θα παραήταν πολυτέλεια κάτι τέτοιο στους καιρούς τους. Τότε, εξειδίκευση δεν σήμαινε αποκλειστικότητα, αλλά μια επιπλέον γνώση, μια επιπλέον δουλειά.
    Όλο το διάστημα που χτιζόταν ένα γεφύρι -κι αυτό συνέβαινε τους καλοκαιρινούς μήνες-, επικρατούσε αγωνία μεταξύ των μαστόρων, ένας ανομολόγητος φόβος για το αποτέλεσμα. Το ξεκαλούπωμα ήταν η πιο κρίσιμη στιγμή. Τότε, έχουμε μαρτυρίες για πρωτομάστορες γεφυριών που απομακρύνονταν από τον τόπο της κατασκευής, μην αντέχοντας τα πρώτα κρίσιμα λεπτά. Την επιτυχία διαδεχόταν χειροκρότημα λυτρωτικό, φωνές επιδοκιμασίας και θαυμασμού, ευχές και, βέβαια σε λίγο, αγιασμός και γλέντι πολυήμερο μαζί με τους κατοίκους των γύρω χωριών.
    Τα παραπάνω, φυσικά αν όλα πήγαιναν καλά. Γιατί είχαμε και περιπτώσεις ατυχημάτων, κατάρρευσης του γεφυριού, με συνέπειες κάποτε τραγικές, με θύματα. Μην ξεχνάμε πως μιλάμε για μια τέχνη εμπειρική, πράγμα που σημαίνει ότι η γνώση ερχόταν και με τις επιτυχίες και με τις αποτυχίες. Παθαίνανε.., μαθαίνανε..!
    Αλλά καλύτερα να θυμηθούμε τα λόγια των ίδιων των μαστόρων, των τελευταίων γεφυράδων της Πίνδου, που, σιγά-σιγά, ο ένας μετά τον άλλον, φύγανε απ’ τη ζωή παίρνοντας μαζί και την τέχνη τους…
    - Ήτουνε δύσκολα να φτιάξεις το γιοφύρι. Πιο δύσκολα από ’να σπίτι. Πιο δύσκολα. Το ’δα στο πατέρα μου…
    - Αν πέφταν τα γιοφύρια; Άμα δεν τα ’φτιαχνες καλά! Αλλά βρίζανε ύστερα. Γιατί να πέσει το γιοφύρι; Λόγω θεομηνίας, έβρεξε πολύ, ξέρω ’γω, πάγωνε, έπεφτε…
    - Ξεφορτώθηκε το γιοφύρι απ’ τους μαστόρους και πήγε ο πρωτομάστορας και δυο-τρεις άλλοι να δούνε κατά πόσο έρχεται εντάξει το κλειδί. Και τότε.., τότε σκώθηκε απάνου το γιοφύρι, δεν ήταν τα καλούπια του καλά, σκώθηκε απάνου, έφυγε το βάρος και τους πήρε όλους μέσα…
    - Τότε εγώ ήμουνα δεκατριών χρονών και είχα τρία μουλάρια. Μαστοροπαίδι..! Για της Μαλνίτσας το γιοφύρι, τη πέτρα τη φέρναμαν ’πο πάνω, απ’ τη Σούκανη. Φόρτωνα, ξεφόρτωνα, πέτρα! Πω, πω, πω, τι τραβούσαμαν, να πούμε! Πετροφαγάδες, που λεν! Δύσκολη δουλειά. “Α, ρε, πάρε αυτό το λιθάρι και βάλτο ’πάνου”. Ήταν η πρώτη μου δουλειά…
    - Πήραμαν ασβέστη απ’ το καμίνι του Μησιακούλη. Κυριάκο, τον λέγανε. Είχε κάνει κάτου, στη Ντέρτ’ που λέμε, είχε κάνει ασβεσταριά. Είχε ανοίξει καμίνι! Ήτουνε πρώτος στον ασβέστη! Του είχαν καεί οι μύτες, του είχαν καεί τα σιαγόνια, αυτός εκεί, επάλευε μ’ αυτό, να μάσει τα κλαριά, να μάσει ξέρω ’γω τι, είχε μανία με το καμίνι…
    - Στο μπουλούκι εγώ πήγα μαραγκός. Έφτιαξα τα καλούπια. Τα ξύλα ήτουνα από πεύκο. Το σχέδιο το φτιάχναμαν κάτω, στο έδαφος. ’Πο κάτω τα σηκώναμαν ψηλά, πάνω απ’ τα θεμέλια. Όλα μαζί. Όλοι μαζί. Και τα τοποθετούσαμαν το ένα δίπλα στ’ άλλο. Κάναμαν κύκλο. Όλο ξύλινο το γιοφύρι πρώτα. Φτιάχναμαν υποστυλώματα, αντηρίδες. Το στηρίζαμαν. Κι ύστερα, ξανά οι πελεκάνοι…
    - Καθένας είχε το κιόσκι του, με σανίδες καμωμένο αποπάνου. Σηκωνότενε, έπαιρνε τα λιθάρια του, δυο, τρία, τέσσερα, πόσα θα βγάλει τη μέρα, τα ’βαζε κει, δεξιά, κι άρχιζε. Καθότουνε σταυρωτά. Με το χέρι το ένα χτυπούσε το ματρακά, και με το άλλο έπιανε το βελόνι. Εκεί. Επιτόπου. Τρία, τέσσερα κομμάτια, ανάλογα ο καθένας τη μέρα. Και δουλεύαμαν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, ήλιο μ’ ήλιο. Ναι. “Ε, ρε…”, τους έλεγα, “…θα ανταμώσουμε όλοι πάνου, στο νταβάν του Θεού”…
    - Πελεκούσαμαν τις πέτρες, τις έξω-έξω, τα καμαρολίθια, πιο καλά και τις χτίζαμαν. Τα καμαρολίθια τα σκαλίζαμαν κιόλας απ’ την εξωτερική πλευρά, και απ’ τη μία και απ’ την άλλη μεριά του γιοφυριού. Μέσα το χτίζαμαν σκέτο, τοίχο σκέτο. Το χτίζαμαν με άμμο και ασβέστη. Και πάνου-πάνου βάζαμαν το κλειδί, το τελευταίο καμαρολίθι. Το αφήναμαν το γιοφύρι να ξεραθεί. Ύστερα, σιγά-σιγά, το ξεκαλουπώναμαν. Στο τέλος, αποπάνου, φτιάχναμαν και κουρκουλούκια…
     
    - Εγώ δούλεψα δεκαεφτά μέρες απουκάτ’ απ’ το γιοφύρι. Αρμολογούσα. Αρμολόι απ’ το θόλο απουκάτου. Εκάναμαν δεκαεφτά μέρες, μαζί μ’ έναν άλλο απ’ τη Καστάνιανη. Είχαμαν φτιάξει σκαλωσιά, κρεβάτι απουκάτου, το είχαμαν δεμένο. Κι ένας μάστορας απουπάνου μας μάς κρεμούσε τη λάσπη…
    - Αν έχω φτιάξει ’γω γιοφύρια; Ένα μονάχα; Και σε αμπασωτό δούλεψα και σ’ αυτό με το μιρκέζι. Πέτρινα γιοφύρια, μεγάλα! Με καμάρα! Εγώ δεν κουνιόμουνα απουπάνου απ’ το καλούπι. Καθόμουνα ή στο πρώτο, ή στο δεύτερο, ή στο κλειδί απουπάνου. Ήτουνε σε τρεις μεριές οι γεφυράδες. Δούλευαν σε πέντε σημεία. Τα δυο ήτουνε κάτου, στην αρχή του θόλου, τ’ άλλα δυο στη μέση και τ’ άλλο στο κλειδί, απάνου, για να ρίξουνε τα πρώτα βάρη…
    - Ναι, ρίξαμαν κι αβγά! Το χωριό το ’κανε κουμάντο. Έφερε στη στέρνα. Όταν τελειώσαμαν το γιοφύρι, κάναμαν γιορτή. Όλο το χωριό. Με το Δολό απέναντι. Γλέντι με φαγητά, κι αυτά…
    Κουδαραίοι γεφυράδες..! Αυτοί είναι που χτίσανε τον …κόσμο, αυτοί που χτίσανε και τα γεφύρια του! Όμως αναρωτιέσαι: συνειδητοποίησαν άραγε ποτέ οι ίδιοι πως κάναν τέχνη; Παραμένει αμφίβολο. Ζήτηση εργασίας από τη μία μεριά, κατά κανόνα για να καλυφτεί μιαν ανάγκη -τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, γιατί υπήρξαν και περιπτώσεις προβολής, ματαιοδοξίας-, προσφορά εργασίας από την άλλη, πάντα για τον επιούσιο -ανύπαρκτος ο χώρος για προσωπικές φιλοδοξίες. Οι επιγραφές, στις εντοιχισμένες πλάκες που σώθηκαν, πάντα αναφέρονται στο δωρητή, στον εργοδότη. Ο φτωχός μάστορας, ακόμη κι αν υποθέσουμε πως “ήξερε”, πως διαισθανόταν την αξία του, αναγκάστηκε να σωπάσει, πέφτοντας θύμα των τότε συνθηκών. Έτσι, ενώ για τη λαϊκή αρχιτεκτονική ειπώθηκαν πολλά, για τους λαϊκούς τεχνίτες γράφτηκαν ελάχιστα.
    2 ΒΙΝΤΕΟ
    ΤΟ ΦΕΥΓΙΟ...                         
    Ζουπάνι Ανασελίτσας
        (Πεντάλοφος Κοζάνης)

        η αναχώρηση των μαστόρων...

    Σκηνοθεσία:
    Άρης Καραϊσκάκης
    1974

     

    ΟΙ ΓΕΦΥΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ...
    Σκηνοθεσία:
    Σπύρος Μαντάς
    Παραγωγή:
    Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων
    Συνεντεύξεις:
    Παύλος Ρούφας
    Φωτογραφίες:
    Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων, Μουσείο Μαστόρων Πυρσόγιαννης
    Μιλούν:
    Σπύρος Μαντάς, εκπαιδευτικός - συγγραφέας
    Μιχάλης Αράπογλου, αρχιτέκτων
    Θεόδωρος Παπαγιάννης, γλύπτης
    Γιώργος Σμύρης, καθηγητής αρχιτεκτονικής
    Μαρία Μπαλοδήμου, αρχιτέκτων
    ---------------------------------------------------------------------------------------
    Βασίστηκε -με νέο μοντάζ- στο ντοκιμαντέρ του Παύλου Ρούφα
    ΠΕΤΡΙΝΑ ΓΕΦΥΡΙΑ
    Παραγωγή 902
    (2006)
    Κάμερα:
    Αποστόλης Πλατανιάς
    Δήμος Μαυρίδης
    Σπύρος Τζίβρας
    Ήχος:
    Τάσος Μακρής
    Κώστας Φορτώμας
    Μοντάζ-μιξάζ:
    Λάσκαρης Αγοραστός
    Έκτορας Κουφόπουλος

1 σχόλιο:

  1. Πολυ καλο αφιερωμα, μπραβο...
    μια και κανταγομαι απο τα Μαστοροχωρια, με φιλους στο Πηλιο, :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή